αιμοβόρικος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αιμοβόρικος < αιμοβόρ(ος) + -ικος[1]
Επίθετο
[επεξεργασία]αιμοβόρικος, -η, -ο
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αιμοβόρικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας