αιμοδότρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιμοδότρια < αιμοδό(της) + -τρια
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.moˈðo.tɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐μο‐δό‐τρι‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αιμοδότρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη αιμοδότης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιμοδότρια