αισθησιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αισθησιακός < αρχαία ελληνική, καθαρεύουσα αἴσθησι(ς) + -ακός [1]
Επίθετο[επεξεργασία]
αισθησιακός, -ή, -ό
- σχετικός με τις αισθήσεις
- που διεγείρει την ερωτική διάθεση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ αισθησιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.