αισθησιολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αισθησιολογία < αἴσθησι(ς) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αισθησιολογία θηλυκό
- η μελέτη της ευαισθησίας του σώματος και των μηχανισμών της
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αισθησιολογία