αισθητικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αισθητικότητα θηλυκό
- η ευαισθησία στην αντίληψη, πρόσληψη και φανέρωση του κάλλους, του ωραίου
- αντιληπτική ικανότητα μέσω των αισθήσεων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αισθητικότητα