αισιόδοξος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αισιόδοξος, -η, -ο
- που τρέφει ελπίδες για το μέλλον, που πιστεύει ότι κάποια εξέλιξη θα έχει αίσιο τέλος
- είμαι γενικά αισιόδοξος, στην παρούσα στιγμή, όμως, δε βλέπω κάτι θετικό στον ορίζοντα
- αισιόδοξες προοπτικές για το χρηματιστήριο μετά την χτεσινή ανάκαμψη