αισχροκερδώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αισχροκερδώ < αρχαία ελληνική αἰσχροκερδέω, -ῶ < αἰσχρός + κέρδος

Ρήμα[επεξεργασία]

αισχροκερδώ, πρτ.: αισχροκερδούσα, στ.μέλλ.: θα αισχροκερδήσω, αόρ.: αισχροκέρδησα

  • επιδιώκω να αποκτήσω οικονομικό όφελος από εμπορικές συναλλαγές με τρόπο ανέντιμο, π.χ. τιμολογώντας υπερβολικά υψηλά τα προϊόντα που πουλάω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]