αισχρός
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αισχρός < αρχαία ελληνική αἰσχρός
Επίθετο[επεξεργασία]
αισχρός
- που είναι κατάφωρα αντίθετος με τους ηθικούς κανόνες και προκαλεί ντροπή
- αυτός είναι ένας αισχρός συκοφάντης
- αισχρή ενέργεια
- που προσβάλλει τα γενετήσια ήθη, άσεμνος
- (για αντικείμενα) απαράδεκτος λόγω της πολύ χαμηλής του ποιότητας
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη: αίσχος