αισχύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αισχύνη | οι | αισχύνες |
γενική | της | αισχύνης | των | αισχυνών |
αιτιατική | την | αισχύνη | τις | αισχύνες |
κλητική | αισχύνη | αισχύνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αισχύνη < αρχαία ελληνική αἰσχύνη < αἰσχύνω
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αισχύνη θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αισχύνομαι
- αναίσχυντα
- αναισχυντία
- αναίσχυντος
- αναισχυντώ
- ανεπαίσχυντος
- επαίσχυντα
- επαίσχυντος
- καταισχύνη
- → δείτε τη λέξη αίσχος