αισχύνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αἰσχύνομαι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αισχύνομαι < αρχαία ελληνική αἰσχύνομαι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈsçi.no.me/

Ρήμα[επεξεργασία]

αισχύνομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]