αισωπικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αισωπικός η αισωπική το αισωπικό
      γενική του αισωπικού της αισωπικής του αισωπικού
    αιτιατική τον αισωπικό την αισωπική το αισωπικό
     κλητική αισωπικέ αισωπική αισωπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αισωπικοί οι αισωπικές τα αισωπικά
      γενική των αισωπικών των αισωπικών των αισωπικών
    αιτιατική τους αισωπικούς τις αισωπικές τα αισωπικά
     κλητική αισωπικοί αισωπικές αισωπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αισωπικός < Αίσωπος + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

αισωπικός, -ἠ, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]