αιτίων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αιτίων αρσενικό
- αίτιος, στη γενική του πληθυντικού