αιτιωδώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιτιωδώς < αιτιώδης
Επίρρημα[επεξεργασία]
αιτιωδώς
- σύμφωνα με τους κανόνες της αιτιότητας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιτιωδώς