αιφνίδια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιφνίδια < αιφνίδι(ος) + -α
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /efˈni.ði.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αιφ‐νί‐δι‐α
Επίρρημα[επεξεργασία]
αιφνίδια
- (τροπικό επίρρημα) ξαφνικά, κατά απρόοπτο τρόπο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιφνίδια
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αιφνίδια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αιφνίδιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (αιφνίδιο) του αιφνίδιος