αιφνιδιάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αιφνιδιάζομαι < παθητική φωνή του αιφνιδιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αιφνιδιάζομαι


Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]