αιχμαλωσία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αιχμαλωσία < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική αἰχμάλωτος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αιχμαλωσία θηλυκό
- η κατάσταση κατά την οποία κάποιος στερείται της ελευθερίας του, συνήθως κατά τη διάρκεια πολέμου