αιχμαλώτους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ex.maˈlo.tus/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αιχ‐μα‐λώ‐τους
- παλιότερος συλλαβισμός : αι‐χμα‐λώ‐τους
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αιχμαλώτους αρσενικό