αιωνιότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιωνιότητα οι αιωνιότητες
      γενική της αιωνιότητας των αιωνιοτήτων
    αιτιατική την αιωνιότητα τις αιωνιότητες
     κλητική αιωνιότητα αιωνιότητες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αιωνιότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αἰωνιότης, από την αιτιατική σε -τητα, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική éternité[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.o.niˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐ω‐νι‐ό‐τη‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αιωνιότητα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]