αιωρόπτερο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αιωρόπτερο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αιωροπτερισμός
- αιωροπτεριστής
- αιωροπτερίστρια
- → δείτε τις λέξεις αιώρα και φτερό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αιωρόπτερο