αιώνας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αιώνας οι αιώνες
      γενική του αιώνα των αιώνων
    αιτιατική τον αιώνα τους αιώνες
     κλητική αιώνα αιώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αιώνας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική αἰών από την αιτιατική τὸν αἰώνα [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐ώ‐νας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αιώνας αρσενικό

  1. χρονική περίοδος εκατό (100) ετών (με σύστημα χρονολόγησης που χρησιμοποιεί την περίοδο 100 ετών)
     συνώνυμα: εκατονταετία
  2. περίοδος της ιστορίας που χαρακτηρίζεται από την παρουσία και το έργο μιας προσωπικότητας ή την επίδραση μιας κοινωνικής, τεχνολογικής κλπ εξέλιξης
    ζούμε στον αιώνα της τεχνολογίας και της κατανάλωσης
     συνώνυμα: εποχή
  3. (γεωλογία) γεωλογική περίοδος (και με κεφαλαίο: Αιώνας)
    μεσοζωϊκός αιώνας

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

  • συντομογραφία: αι.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]