αιώνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αιώνας | οι | αιώνες |
γενική | του | αιώνα | των | αιώνων |
αιτιατική | τον | αιώνα | τους | αιώνες |
κλητική | αιώνα | αιώνες | ||
όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιώνας < αρχαία ελληνική αἰών
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αιώνας αρσενικό
- χρονική περίοδος εκατό (100) ετών
- (ειδικότερα) χρονική περίοδος της οποίας τα όρια της καθορίζονται με βάση το χρονολογικό σύστημα και περιλαμβάνει τα 100 χρόνια, από το 0 μέχρι το 99, κάθε εκατοντάδας (εκτός της πρώτης)
- περίοδος της ιστορίας που χαρακτηρίζεται από την παρουσία και το έργο μιας προσωπικότητας ή την επίδραση μιας κοινωνικής, τεχνολογικής κλπ εξέλιξης
- γεωλογική περίοδος
- μεσοζωϊκός αιώνας
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- στον αιώνα τον άπαντα: για πάντα, έως την αιωνιότητα
- εις τους αιώνας των αιώνων: (εκκλησιαστική φράση) έως την αιωνιότητα
- χρυσός αιώνας: εποχή μεγάλης ακμής
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιώνας