αιώνιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

το αιώνιο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αιώνιο < αιώνιος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αιώνιο ουδέτερο

  1. (φυτό) γένος φυτών ενδημικών στις Κανάριες νήσους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αιώνιο

  1. αιτιατική ενικού του αιώνιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αιώνιος