αιώρηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιώρηση οι αιωρήσεις
      γενική της αιώρησης* των αιωρήσεων
    αιτιατική την αιώρηση τις αιωρήσεις
     κλητική αιώρηση αιωρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αιωρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αιώρηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰώρησις

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈo.ɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐ώ‐ρη‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αιώρηση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αιωρούμαι, όταν κάτι βρίσκεται στον αέρα
    η αιώρηση του στρατιώτη από το ελικόπτερο
    η αίσθηση της αιώρησης έξω από το σώμα είναι μεταφυσική εμπειρία
  2. (φυσική) η ταλάντωση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]