αιώρηση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αιώρηση | οι | αιωρήσεις |
γενική | της | αιώρησης* | των | αιωρήσεων |
αιτιατική | την | αιώρηση | τις | αιωρήσεις |
κλητική | αιώρηση | αιωρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αιωρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αιώρηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰώρησις
- για την φυσική έννοια < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική oscillation
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈo.ɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐ώ‐ρη‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αιώρηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αιωρούμαι, όταν κάτι βρίσκεται στον αέρα
- ⮡ η αιώρηση του στρατιώτη από το ελικόπτερο
- ⮡ η αίσθηση της αιώρησης έξω από το σώμα είναι μεταφυσική εμπειρία
- (φυσική) η ταλάντωση
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αιώρηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)