ακάπνιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακάπνιστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ακάπνιστος, -η, -ο
- που δεν έχει βρομιστεί από καπνό
- (για τσιγάρο, πούρο, κ.α.) που δεν έχει καπνιστεί
- (για ψάρι, κρέας, κ.α.) που δεν έχει καπνιστεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακάπνιστος
|