ακάπνιστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακάπνιστος η ακάπνιστη το ακάπνιστο
      γενική του ακάπνιστου της ακάπνιστης του ακάπνιστου
    αιτιατική τον ακάπνιστο την ακάπνιστη το ακάπνιστο
     κλητική ακάπνιστε ακάπνιστη ακάπνιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακάπνιστοι οι ακάπνιστες τα ακάπνιστα
      γενική των ακάπνιστων των ακάπνιστων των ακάπνιστων
    αιτιατική τους ακάπνιστους τις ακάπνιστες τα ακάπνιστα
     κλητική ακάπνιστοι ακάπνιστες ακάπνιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακάπνιστος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ακάπνιστος, -η, -ο

  1. που δεν έχει βρομιστεί από καπνό
  2. (για τσιγάρο, πούρο, κ.α.) που δεν έχει καπνιστεί
  3. (για ψάρι, κρέας, κ.α.) που δεν έχει καπνιστεί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]