ακαθόριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακαθόριστος < α- + καθορίζ(ω) + -τος
Επίθετο
[επεξεργασία]ακαθόριστος, -η, -ο
- που δεν έχει καθοριστεί με ακρίβεια ή δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί
- μια ακαθόριστη ανησυχία δεν με άφηνε να κοιμηθώ
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ακαθόριστα
- ακαθοριστία
- ακαθόριστο
- → δείτε τις λέξεις καθορίζω, ορίζω και όρος