ακαλαισθησία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακαλαισθησία < στερητικό α- + καλαισθησία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ka.le.sθiˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐λαι‐σθη‐σί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακαλαισθησία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακαλαισθησία