ακαλαφάτιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακαλαφάτιστος < α- + καλαφατίζω, καλαφατισ- + -τος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ka.laˈfa.ti.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐λα‐φά‐τι‐στος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακαλαφάτιστος, -η, -ο
- που δεν έχει καλαφατιστεί [1]
- (μεταφορικά, χυδαίο) αγάμητος [2]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη καλαφάτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταφορική σημασία
→ δείτε τη λέξη αγάμητος |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ακαλαφάτιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ακαλαφάτιστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Χυδαιολογίες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)