ακαλλιέργητος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ακαλλιέργητος, -η, -ο
- που δεν έχει καλλιεργηθεί (κυριολεκτικά για το έδαφος, μεταφορικά για το πνεύμα, τις ικανότητες κλπ)