ακαλυτέρευτος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακαλυτέρευτος < α- + καλυτερεύ(ω) + -τος
Επίθετο
[επεξεργασία]ακαλυτέρευτος, -η, -ο
- που δεν έχει καλυτερεύσει
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις καλυτερεύω, καλύτερος και καλός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακαλυτέρευτος