ακαμάρωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακαμάρωτος < α- στερητικό + καμαρώνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.kaˈma.ɾo.tos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ακαμάρωτος
- που δεν καμαρώνει, που δεν περηφανεύεται
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακαμάρωτος
|