ακαμάτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ακαμάτης, ἀκαμάτης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακαμάτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀκαμάτης < ἀ- στερητικό + κάματος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.kaˈma.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κα‐μά‐της

Επίθετο[επεξεργασία]

ακαμάτης, ακαμάτρα και ακαμάτισσα, ακαμάτικο [1]

  • τεμπέλης, αυτός που αποφεύγει τον κάματο
    ※  Ἄλλο ἂν εἶμαι ἀκαμάτης ἐγώ, ἂς ποῦμε, ἢ ὁ Παῦλος... ὁ γιός μου δουλεύει, τὸ κορίτσι πάει στὴν μοδίστρα. Καὶ μ᾽ ὅλα αὐτά, δὲν μποροῦμε ἀκόμα νὰ βγάλουμε τὰ νοίκια τῆς κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε γιὰ τὴ σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε γιὰ τὸν μπακάλη, γιὰ τὸ μανάβη, γιὰ τὸν τσαγκάρη, γιὰ τὸν ἔμπορο. Ἡ κόρη θέλει τὸ λοῦσό της, ὁ νέος θέλει τὸ καφενεῖό του, τὸ ροῦχό του, τὸ γλέντι του. Ὕστερα, κάμε προκοπή...
    Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, 1896, Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη (μετά την ελληνική πτώχευση)
    ※  Όσο δραστήριος και ικανός ήταν ο Βασίλειος, τόσο ακαμάτης και ανίκανος ο αδελφός του.
    Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα, 1909

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακαμάτης οι ακαμάτηδες
      γενική του ακαμάτη των ακαμάτηδων
    αιτιατική τον ακαμάτη τους ακαμάτηδες
     κλητική ακαμάτη ακαμάτηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ακαμάτης αρσενικό (θηλυκό ακαμάτρα ή ακαμάτισσα) [2]

  1. ο τεμπέλης
  2. (ως συμπεριφορικό αποτέλεσμα) ο αχαΐρευτος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ως επίθετο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. ως ουσιαστικό - ακαμάτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας