ακαμψία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακαμψία οι ακαμψίες
      γενική της ακαμψίας των ακαμψιών
    αιτιατική την ακαμψία τις ακαμψίες
     κλητική ακαμψία ακαμψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακαμψία < α- (στερητικό) + κάμψη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ακαμψία θηλυκό

  1. η ιδιότητα αυτού που διατηρεί το σχήμα του υπό εξωτερικές δυνάμεις, που δεν μπορεί κάποιος να τον λυγίσει ή να τον παραμορφώσει
  2. (οικονομία) η αδυναμία ενός τομέα να προσαρμοστεί σε αλλαγές στις οικονομικές συνθήκες
  3. (μεταφορικά) η αδιαλλαξία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]