ακαρύκευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακαρύκευτος < ελληνιστική κοινή ἀκαρύκευτος < ἀ- + καρυκεύ(ω) + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακαρύκευτος, -η, -ο
- (γαστρονομία) που δεν περιέχει καρυκεύματα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακαρύκευτος