ακατάγγελτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακατάγγελτος < ελληνιστική κοινή ἀκατάγγελτος < αρχαία ελληνική καταγγέλλω
Επίθετο[επεξεργασία]
ακατάγγελτος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν καταγγείλει