ακατάγραφτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ακατάγραφτος
- που δεν έχει καταγραφεί ή δεν μπορεί να καταγραφεί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ακατάγραφτα
- → δείτε τις λέξεις καταγράφω, κατά και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακατάγραφτος
|