ακατάσβηστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ακατάσβηστος, -η, -ο
- που δεν έχει σβήσει τελείως
- άσβηστος
- ακατάσβεστος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακατάσβηστος
|