ακατάσβηστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ακατάσβεστος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακατάσβηστος η ακατάσβηστη το ακατάσβηστο
      γενική του ακατάσβηστου της ακατάσβηστης του ακατάσβηστου
    αιτιατική τον ακατάσβηστο την ακατάσβηστη το ακατάσβηστο
     κλητική ακατάσβηστε ακατάσβηστη ακατάσβηστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακατάσβηστοι οι ακατάσβηστες τα ακατάσβηστα
      γενική των ακατάσβηστων των ακατάσβηστων των ακατάσβηστων
    αιτιατική τους ακατάσβηστους τις ακατάσβηστες τα ακατάσβηστα
     κλητική ακατάσβηστοι ακατάσβηστες ακατάσβηστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακατάσβηστος < α- + κατασβήνω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

ακατάσβηστος, -η, -ο

  1. που δεν έχει σβήσει τελείως
  2. άσβηστος
  3. ακατάσβεστος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]