ακαταγώνιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακαταγώνιστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ακαταγώνιστος, -η, -ο
- που δεν μπορεί κανείς να τον συναγωνιστεί, μοναδικός
- ※ Λέω τ' όνομά της και την αισθάνομαι να με τυλίγει το όραμά της. Φαίνεται πως δεν πρόκειται να ξελευτερωθώ από τα ακαταγώνιστα φίλτρα της. (Στράτης Μυριβήλης Η Ρόδος [διήγημα])
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακαταγώνιστος
|