ακαταδυνάστευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακαταδυνάστευτος < α- + καταδυναστεύ(ω) + -τος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ka.ta.ðiˈna.ste.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐τα‐δυ‐νά‐στευ‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακαταδυνάστευτος, -η, -ο
- που δεν έχει δυνάστη, δεν ανέχεται ή δεν μπορεί να καταδυναστευθεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακαταδυνάστευτος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ακαταδυνάστευτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)