ακατανάλωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακατανάλωτος < α- + καταναλώνω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακατανάλωτος
- που δεν έχει καταναλωθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακατανάλωτος