ακατόρθωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακατόρθωτος < (ελληνιστική κοινή) ἀκατόρθωτος < ἀ- στερητικό + κατορθωτός
Επίθετο[επεξεργασία]
ακατόρθωτος, -η, -ο
- που δεν μπορεί κανείς να τον καταφέρει, να τον πραγματοποιήσει, λόγω της εξαιρετικά μεγάλης δυσκολίας του
- ακατόρθωτος άθλος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακατόρθωτος