ακατόρθωτος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακατόρθωτος < (ελληνιστική κοινή) ἀκατόρθωτος < ἀ- στερητικό + κατορθωτός
Επίθετο
[επεξεργασία]ακατόρθωτος, -η, -ο
- που δεν μπορεί κανείς να τον καταφέρει, να τον πραγματοποιήσει, λόγω της εξαιρετικά μεγάλης δυσκολίας του
- ※ Η Μάγδα παραγνωρίζει τη λογική, την υπερβαίνει, είναι αιθεροβάμων. Υποστηρίζει αυτό που είναι ακατόρθωτο, το ανέφικτο. (Παναγιώτης Τέτσης, Φαρμακείον Ευάγγελου Ραφαλιά, εκδ. Καστανιώτη, 2011)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακατόρθωτος