ακετυλχολίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακετυλχολίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακετυλχολίνη θηλυκό
- (βιολογία, φαρμακευτική) ουσία του νευρικού ιστού που λειτουργεί ως μεταφορέας νευρικού παλμού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακετυλχολίνη
|