ακεφιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακεφιά | οι | ακεφιές |
γενική | της | ακεφιάς | των | ακεφιών |
αιτιατική | την | ακεφιά | τις | ακεφιές |
κλητική | ακεφιά | ακεφιές | ||
όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακεφιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακεφιά θηλυκό
- έλλειψη διάθεσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακεφιά