Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Ειδικές σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά (el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά (el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
ακηλίδωτος
2 γλώσσες
English
Malagasy
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά (el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ακηλίδωτ
ος
η
ακηλίδωτ
η
το
ακηλίδωτ
ο
γενική
του
ακηλίδωτ
ου
της
ακηλίδωτ
ης
του
ακηλίδωτ
ου
αιτιατική
τον
ακηλίδωτ
ο
την
ακηλίδωτ
η
το
ακηλίδωτ
ο
κλητική
ακηλίδωτ
ε
ακηλίδωτ
η
ακηλίδωτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ακηλίδωτ
οι
οι
ακηλίδωτ
ες
τα
ακηλίδωτ
α
γενική
των
ακηλίδωτ
ων
των
ακηλίδωτ
ων
των
ακηλίδωτ
ων
αιτιατική
τους
ακηλίδωτ
ους
τις
ακηλίδωτ
ες
τα
ακηλίδωτ
α
κλητική
ακηλίδωτ
οι
ακηλίδωτ
ες
ακηλίδωτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
ακηλίδωτος
<
α-
στερητικό +
κηλίδα
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
ακηλίδωτος
που δεν έχει ούτε μία ηθική
κηλίδα
,
καθαρός
,
άμεμπτος
Αντώνυμα
[
επεξεργασία
]
κηλιδωμένος
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
→
δείτε
τη
λέξη
κηλίδα
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
ακηλίδωτος
αγγλικά
:
spotless
(en)
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
ακηλίδωτος
2 γλώσσες
Προσθήκη θέματος