ακκορντεόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακκορντεόν < γαλλική accordéon με πιστό μεταγραμματισμό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακκορντεόν ουδέτερο άκλιτο
- (μουσικό όργανο) άλλη γραφή του ακορντεόν