ακλητί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακλητί < α- (στερητικό) + κλητ- (< καλώ) + -ί

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.kliˈti/

Επίρρημα[επεξεργασία]

ακλητί (τροπικό)