ακοκκιοκυτταραιμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ακοκκιοκυτταραιμία < α- (στερητικό) + κοκκιοκύτταρα + αναιμία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακοκκιοκυτταραιμία θηλυκό
- (ιατρική): παντελής έλλειψη ουδετερόφιλων κοκκιοκυττάρων στο αίμα
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- συνηθέστερα οφείλεται στην επίδραση τοξικών παραγόντων ή ακτινοβολιών στο μυελό των οστών όπου παράγονται τα κοκκιοκύτταρα.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ουδετεροπενία (προς σύγκριση).
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακοκκιοκυτταραιμία
|