Μετάβαση στο περιεχόμενο

ακολουθήσω

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ακολουθήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακολουθώ
  2. θα ακολουθήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακολουθώ