ακολούθημα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακολούθημα ουδέτερο
- (παρωχημένο) αυτό που ακολουθεί
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ακολουθώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακολούθημα