ακομμάτιαστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακομμάτιαστα < ακομμάτιαστος
Επίρρημα[επεξεργασία]
ακομμάτιαστα
- χωρίς να κομματιαστεί (κάτι), εξ ολοκλήρου, σε ένα κομμάτι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακομμάτιαστα
|