ακομπανιάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακομπανιάρισμα < (ακομπανιάρω) ακομπανιαρισ- + -μα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.kom.paˈɲa.ɾi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κο‐μπα‐νιά‐ρι‐σμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακομπανιάρισμα ουδέτερο
- (μουσική) ακομπανιαμέντο, μουσική συνοδεία σε τραγούδι ή σε μουσικό κομμάτι, εκτέλεση συγχορδίας από ένα ή περισσότερα άτομα
- (μεταφορικά) η υποστήριξη και ενίσχυση μιας ενέργειας η οποία συνήθως συναντά ενστάσεις ή αντιδράσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακομπανιάρισμα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)