ακονίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ακονίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ακονίζω < αρχαία ελληνική ἀκονάω

ακονίζομαι

  1. με ακονίζουν (για αντικείμενα και αφηρημένα ουσιαστικά)
    το ξίφος ακονίστηκε / η σκέψη ακονίζεται με ασκήσεις μαθηματικών

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]