ακονίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακονίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ακονίζω < αρχαία ελληνική ἀκονάω
Ρήμα
[επεξεργασία]ακονίζομαι
- με ακονίζουν (για αντικείμενα και αφηρημένα ουσιαστικά)
- το ξίφος ακονίστηκε / η σκέψη ακονίζεται με ασκήσεις μαθηματικών
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ακονίζομαι | ακονιζόμουν(α) | θα ακονίζομαι | να ακονίζομαι | ||
β' ενικ. | ακονίζεσαι | ακονιζόσουν(α) | θα ακονίζεσαι | να ακονίζεσαι | (ακονίζου) | |
γ' ενικ. | ακονίζεται | ακονιζόταν(ε) | θα ακονίζεται | να ακονίζεται | ||
α' πληθ. | ακονιζόμαστε | ακονιζόμαστε ακονιζόμασταν |
θα ακονιζόμαστε | να ακονιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ακονίζεστε | ακονιζόσαστε ακονιζόσασταν |
θα ακονίζεστε | να ακονίζεστε | (ακονίζεστε) | |
γ' πληθ. | ακονίζονται | ακονίζονταν ακονιζόντουσαν |
θα ακονίζονται | να ακονίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ακονίστηκα | θα ακονιστώ | να ακονιστώ | ακονιστεί | ||
β' ενικ. | ακονίστηκες | θα ακονιστείς | να ακονιστείς | ακονίσου | ||
γ' ενικ. | ακονίστηκε | θα ακονιστεί | να ακονιστεί | |||
α' πληθ. | ακονιστήκαμε | θα ακονιστούμε | να ακονιστούμε | |||
β' πληθ. | ακονιστήκατε | θα ακονιστείτε | να ακονιστείτε | ακονιστείτε | ||
γ' πληθ. | ακονίστηκαν ακονιστήκαν(ε) |
θα ακονιστούν(ε) | να ακονιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ακονιστεί | είχα ακονιστεί | θα έχω ακονιστεί | να έχω ακονιστεί | ακονισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ακονιστεί | είχες ακονιστεί | θα έχεις ακονιστεί | να έχεις ακονιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ακονιστεί | είχε ακονιστεί | θα έχει ακονιστεί | να έχει ακονιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ακονιστεί | είχαμε ακονιστεί | θα έχουμε ακονιστεί | να έχουμε ακονιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ακονιστεί | είχατε ακονιστεί | θα έχετε ακονιστεί | να έχετε ακονιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ακονιστεί | είχαν ακονιστεί | θα έχουν ακονιστεί | να έχουν ακονιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ακονισμένος - είμαστε, είστε, είναι ακονισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ακονισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ακονισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ακονισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ακονισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ακονισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ακονισμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακονίζομαι